τυμπανιστής

τυμπανιστής
ο , τυμπανιστήςίστρια η барабанщи|к, -ца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τυμπανιστής" в других словарях:

  • τυμπανιστής — ο, θηλ. τυμπανίστρια, ΝΑ [τυμπανίζω] αυτός που χτυπά το τύμπανο, ο τυμπανοκρούστης νεοελλ. (ειδικά) στρατιώτης, μαθητής ή αθλητής που χτυπά το τύμπανο για να δίνει και να διατηρεί τον βηματισμό φάλαγγας σε πορεία, ιδίως κατά τις παρελάσεις, ή… …   Dictionary of Greek

  • τυμπανιστής — ο θηλ. ίστρια 1. αυτός που χτυπά το τύμπανο, ο τυμπανοκρούστης, ο ταμπουρλιέρης. 2. στρατιώτης που χτυπά το τύμπανο σε βηματισμούς στρατιωτικών τμημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυμπανισταῖς — τυμπανιστής one who beats the masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανισταί — τυμπανιστής one who beats the masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανιστριῶν — τυμπανιστής one who beats the fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανιστρίαις — τυμπανιστής one who beats the fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανιστήν — τυμπανιστής one who beats the masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανιστῶν — τυμπανιστής one who beats the masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανίστρια — τυμπανιστής one who beats the fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανίστριαι — τυμπανιστής one who beats the fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανίστριαν — τυμπανιστής one who beats the fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»